Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χρησιμοποιημένος -

См. также в других словарях:

  • έξαυλος — ἔξαυλος, ον (Α) [αυλός] (για επιστόμιο αυλού) υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος …   Dictionary of Greek

  • χρησιμοποιούμαι — χρησιμοποιούμαι, χρησιμοποιήθηκα, χρησιμοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρησιμοποιώ — χρησιμοποίησα, χρησιμοποιήθηκα, χρησιμοποιημένος, μεταχειρίζομαι κάτι, κάνω κάτι να χρησιμεύσει σε κάτι: Χρησιμοποίησε το όνομά σου, για να τον πείσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»