-
1 отработанный
επ. από μτχ.δουλεμένος, χρησιμοποιημένος τελείως•отработанный пар χρησιμοποιημένος ατμός•
-ое мисло χρησιμοποιημένα λάδια.
-
2 пар
ο ατμ/ός"генерировать - παράγω - όвлажный - ένυδρος -, υγρός -- υπό πίεση, μη αποτονωμένος -отработанный - εκτονωμένος -, νεκρός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пар
-
3 полезный
1. (способный приносить пользу) ωφέλιμος, χρήσιμος, επωφελής 2. (составляющий ту часть целого, которая может быть использована по непосредственному назначению) χρησιμοποιημένος, ωφέλιμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полезный
-
4 старый
1. (проживший много лет) γέρος 2 (давно существующий) παλαιός, παλιόςαρχαίος3. (давно находящийся в употреблении, ставший негодным от времени или употребления) χρησιμοποιημένος, φθαρμένος 4. (прежний, бывший, минувший, устаревший, старинный) παλι/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > старый
-
5 держаный
επ.μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος, φορεμένος, παλιός•-ые вещи μεταχειρισμένα πράγματα.
-
6 играный
-
7 подержанный
επ. από μτχ.μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος•-ая книга μεταχειρισμένο βιβλίο.
См. также в других словарях:
έξαυλος — ἔξαυλος, ον (Α) [αυλός] (για επιστόμιο αυλού) υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος … Dictionary of Greek
χρησιμοποιούμαι — χρησιμοποιούμαι, χρησιμοποιήθηκα, χρησιμοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρησιμοποιώ — χρησιμοποίησα, χρησιμοποιήθηκα, χρησιμοποιημένος, μεταχειρίζομαι κάτι, κάνω κάτι να χρησιμεύσει σε κάτι: Χρησιμοποίησε το όνομά σου, για να τον πείσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)